- παρεμβολῶν
- παρεμβολήinsertionfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
εξωβιολογία — Οι θεωρίες σχετικά με τα έμβια συστήματα που ενδεχομένως υπάρχουν σε άλλους πλανήτες ή στους δορυφόρους τους, στο ηλιακό σύστημα ή σε άλλα πλανητικά συστήματα άλλων αστέρων, τις μεθόδους ανίχνευσής τους και την πιθανή τους μελέτη. Σήμερα,… … Dictionary of Greek
Ζηνόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός γραμματικός (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Μαθητής του Φιλητά του Κώου, υπήρξε ο πρώτος βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας (μεταξύ 290 και 270 π.Χ.). Επεξεργάστηκε κριτική έκδοση της Ιλιάδας και της… … Dictionary of Greek